- φιλοπονήρου
- φιλοπόνηροςfriend to bad menmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλοπονηρία — ἡ, ΜΑ [φιλοπόνηρος] η ιδιότητα τού φιλοπόνηρου … Dictionary of Greek